- σπόρτουλον
- σπόρτουλονsportulaneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπόρτουλον — τὸ, Μ δώρο, εισφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sportula «καλάθι» και, συνεκδοχικώς, «τα δώρα που προσφέρονται σ αυτό»] … Dictionary of Greek
σπορτούλων — σπόρτουλον sportula neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρτουλα — σπόρτουλον sportula neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)